φθίσει

φθίσει
φθίσις
wasting away
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
φθίσεϊ , φθίσις
wasting away
fem dat sg (epic)
φθίσις
wasting away
fem dat sg (attic ionic)
φθίω
ks̥i-
aor subj act 3rd sg (epic)
φθί̱σει , φθίω
ks̥i-
aor subj act 3rd sg (epic)
φθί̱σει , φθίω
ks̥i-
fut ind act 3rd sg
φθί̱σει , φθίω
ks̥i-
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δαιμόνιος — α, ο (AM δαιμόνιος, α, ον, Α και δαιμόνιος, η, ον και δαιμόνιος, ον) [δαίμων] Ι. αυτός που προέρχεται από δαίμονα ή ανήκει σε δαίμονα (αρχ. νεοελλ.) έξοχος, υπέροχος αρχ. μσν. υπερφυσικός, θεϊκός αρχ. (στην επική γλώσσα) η κλητ. δαιμόνιε,… …   Dictionary of Greek

  • φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”